- πρωρη
- πρῴρηἡ ион. = πρῷρα См. πρωρα
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρώρα — η, ΝΜΑ, και πλώρη Ν, και επικ. και ιων. τ. πρῴρη και πρῷρα και ποιητ. τ. πρώϊρα και άχρηστος ασυναίρ. τ. στον Ηρωδιανό πρώειρα και πρώρρα Α το πρόσθιο σφηνοειδές άκρο τού πλοίου, το προορισμένο να διασχίζει το νερό νεοελλ. (κατ επέκτ.) το πρόσθιο … Dictionary of Greek
μιλτόπρωρος — μιλτόπρωρος, ον (Α) (για πλοίο) μιλτοπάρηος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + πρῳρος (< πρῴρη), πρβλ. χρυσό πρῴρος] … Dictionary of Greek
χρυσόπρωρος — ον, Α αυτός που έχει χρυσή πλώρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πρῳρος (< πρῴρη), πρβλ. χαλκό πρῳρος] … Dictionary of Greek